Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ διαβατήρια ἐγ

См. также в других словарях:

  • διαβατήρια — offerings before crossing the border neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διαβατήρια — τα βλ. διαβατήριο …   Dictionary of Greek

  • ДИАБАТЕРИЯ —    • Διαβατήρια,          см. Pallas Athena, Афина Паллада, 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • διαβατηρίοις — διαβατήρια offerings before crossing the border neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβατηρίων — διαβατήρια offerings before crossing the border neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o …   Dictionary of Greek

  • АФИНА ПАЛЛАДА —    • Παλλὰς Άθήνη,          Άθηναίη, Άθηνα̃, дочь сильного отца (Όβριμοπάτρη, Ноm. Od. 1, 101), Зевса, не имевшая матери. Гесиод (Hesiod. theog. 886 слл. ср. Hom. hymn. 28. ει̉ς Άθηνα̃ν) говорит, что она родилась из головы Зевса, после того как… …   Реальный словарь классических древностей

  • FLUMEN et FLUVIUS — synonyma, nisi quod Flumen proprie ipsa aqua, Fluvius, decursus aquae. Sunt autem Fluvii, venae quasi minoris Geocosmi, fibris similes per folia plantarum excurrentibus, quibus una cum lacubus aliisqueve partibus Oceani minoribus, e Mari origo,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PASCHA — improprie significat agnum Paschalem, dies festos, totamque illam celebritatem et observationem, imo apud B. Paulum ipsummet Christum per agnum Paschalem adumbratum; proprie vero transitum notat, non enim trahit originem nominis a verbo πάχω,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • τελετουργικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελετουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η τελετουργική εκκλ. η επιστήμη η οποία ασχολείται με τις εκκλησιαστικές ιερές τελετές από πρακτικής και τεχνικής άποψης και η οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»